- ταυραφέτης
- ὁ, Α·1.ο προμηθευτής ταύρων για τους αγώνες τών ταυροκαθαψίων2. αυτός που εξαπέλυε τους ταύρους οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν και μοίραζε στους παρισταμένους τις σάρκες ταύρου που είχε θανατωθεί στους αγώνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ἀφέτης (< ἀφίημι), πρβλ. γαστρ-αφέτης].
Dictionary of Greek. 2013.